- σταλαγμῶν
- σταλαγμόςdroppingmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τισιφόνη — ἡ, Α μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῡ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + φόνη (< φόνος < θείνω* «χτυπώ»)] … Dictionary of Greek
σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων … Dictionary of Greek